Κρητικός είναι ο Έρωτας τελικά

Κάπου στην Νήσο
Κάπου στην Νήσο 


Κάποτε μου είπαν: "

Στην Κρήτη πρέπει να ζήσεις έναν έρωτα!

Κι έτσι είναι αν θες να την νιώσεις, να καταλάβεις πού πατάς, τι αναπνέεις!

*   *   *

"Ο Έρωτας ήταν Θεός για τους αρχαίους Έλληνες 

και για όσους μας αρέσει να πιστεύουμε πως το φτερωτό αγγελάκι πετά ανάμεσα στους ανθρώπους και έχει τη δύναμη να γεννά το ωραιότερο συναίσθημα στο κόσμο. 

Φανταστείτε ένα κόσμο χωρίς αυτόν... μια καρδιά που δεν χτύπησε ποτέ στους ρυθμούς των φτερών του…!

Ξέρω πως κάποιοι σίγουρα θα αμφιβάλλετε για την ύπαρξη του, αλλά σας βεβαιώνω πως υπάρχει και είναι Κρητικός!

Πετά τις ηλιόλουστες μέρες πάνω από το Ψηλορείτη, αγκαλιάζει με τις φτερούγες του τις Μαδάρες, αγναντεύει τη ζωή μας απο τη Δίκτη, γυαλίζει τα βέλη του στον Αφέντη, και ξαποσταίνει στα Αστερούσια...

Συγγενεύει με κάθε Κρητική καρδιά, παράσημο μέσα της, απόδειξη πως ξέρουν να ερωτεύονται και να αγαπούν με πάθος. Να ζουν και να πεθαίνουν για την αγάπη τους, να μην βάζουν σύνορα, όρια, πρέπει! Σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν θα συναντήσει κανείς τόσες αναμμένες φλόγες στις καρδιές!  Σε κανένα μέρος του κόσμου δεν έχει υμνηθεί τόσο η αγάπη και έρωτας, μέσα από την τέχνη, αλλά το κυριότερο μέσα από τις πράξεις, στην καθημερινή ζωή, όπου όλα στριφογυρίζουν γύρω του με το άρωμα της μέθης του! 

Ο Έρωτας είναι Κρητικός και ο Κρητικός είναι Έρωτας!

Δεν είχα την πολυτέλεια να έχω αυταπάτες. Όλα ήταν αφόρητα, η ζέστη, ο ιδρώτας, η ανυπόφορη κούραση και μια άγνωστη αίσθηση εξάντλησης, τόσο στο κορμί, όσο και πιο βαθιά μέσα μου κι εκεί ήταν πραγματικά χειρότερη, στην ψυχή μου.

Έβλεπα το καλοκαίρι να περνάει μέσα από την πόλη, αλλά δεν το ένοιωθα.

Ήταν κι αυτό εγκλωβισμένο μέσα σε παγωμένα από air-condition αυτοκίνητα, πίσω από ταλαιπωρημένα πρόσωπα που συναντούσα κάτω από τον καυτό ήλιο και μάλλον μοιραζόμασταν πάνω - κάτω τα ίδια συναισθήματα, πάνω στην αβάσταχτα τσουρουφλισμένη άσφαλτο. Κάπου εκεί ήταν το καλοκαίρι, αγνώριστο!

Μέσα στο σπίτι ελάχιστα πράγματα στη θέση τους, τα περισσότερα ακόμα μέσα σε κούτες και 'γω απλά έσπρωχνα κάθε φορά που προσπαθούσα να περάσω για να πάω κάπου.

Το ψυγείο δεν είχε σχεδόν τίποτα, δεν είχα διάθεση να ψωνίσω, η ζωή μου είχε αλλάξει σε λίγες μέρες, δεν υπήρχε διάθεση για να επανέλθω σε κανονικούς ρυθμούς επιβίωσης.

Δεν ήθελα! 

Ήθελα να 'μαι εγώ, η μοναξιά μου, η δυστυχία που ένοιωθα, η μιζέρια που με έπνιγε.

Ένας χωρισμός ποτέ δεν περνά ανώδυνα, αλλά και να μπορούσε να γίνει αυτό, εγώ ήθελα να ζήσω τη θλίψη του όσο πιο δυνατά γινόταν.

Όχι αυταπάτες λοιπόν! Καλοκαίρι φέτος δεν θα συναντηθούμε!

Έκλεισα όλα τα παντζούρια, άπλωσα τα πόδια μου πάνω στις κούτες με την προηγουμένη ζωή μου και άνοιξα το laptop.

Με τη μετακόμιση και την έλλειψη διάθεσης είχα να μπω αρκετές μέρες. Μπήκα, άνοστα, ξινισμένα και με την κρυφή ελπίδα ότι δεν το κάνω για να δω αν έχω κάποιο μήνυμα.

Πέρασα από όσες άσχετες σελίδες δεν είχα ξαναπεράσει ποτέ, κοιτούσα, προχωρούσα, έκανα πως ενδιαφερόμουν και έβγαινα ώσπου τελικά εκείνη η κρυφή ελπίδα που είχα, έγινε αόρατη και 'γω πατούσα το κωδικό μου!

Έξι κόκκινοι αριθμοί πάνω στα μηνύματα κι ένα σωρό άλλοι πάνω στις ειδοποιήσεις.

Κοίταξα πρώτα τις ειδοποιήσεις για να κρατήσω τα προσχήματα απέναντι μου και μετά άνοιξα τα μηνύματα. Κανένα δεν είχε το όνομα που περίμενα, ένα όμως ξεκινούσε με ένα τηλέφωνο. Το άνοιξα. Αυτός ο άνδρας δεν μου ήταν ποτέ αδιάφορος, το αντίθετο, τον κοίταξα στη φωτογραφία του όσο πιο διερευνητικά μπορούσα και διάβασα το μήνυμα του.

Είχε δει το τέλος της σχέσης που είχα αναρτήσει και μου έγραφε πόσο λυπάται, αλλά και πόσο χαίρεται ταυτόχρονα, αίσθηση της ανάγκης για να ακούσω μια άγνωστη φωνή και σε αυτή να πω πως νοιώθω χωρίς να ντρέπομαι, με οδήγησε να μιλάμε τώρα εδώ και δυο ώρες...

"Έρχομαι σήμερα. 

Θα μπω τώρα στο καράβι και αύριο το πρωί θα είμαι εκεί, κοντά σου".

Θυμάμαι ότι αποκοιμήθηκα με την γλυκιά αίσθηση ενός όμορφου ψέματος, γιατί έτσι το θεώρησα.

Το επόμενο πρωί ξύπνησα από τον ήχο του τηλεφώνου. Σκέφτηκα πως θα ήταν από τη δουλειά.

"Ήρθα", μου είπε η φωνή του γεμάτη ενθουσιασμό!

"Πρέπει να πάω για δουλειά, άλλωστε δεν μπορείς να έρθεις σπίτι, είναι γεμάτο κούτες, όλα είναι χάλια εδώ μέσα", απάντησα προσπαθώντας να μπλοκάρω τον ενθουσιασμό του και να κερδίσω χρόνο να σκεφτώ.

Καμιά φορά κάποια περίεργη δύναμη σε οδηγεί να κάνεις πράγματα τρελά, που δεν θα τα έκανες ποτέ, είχαμε μιλήσει αρκετές φορές με μηνύματα, ξέραμε πράγματα ο ένας για τον άλλον,αλλά...;

"Σε μισή ώρα το πολύ θα είμαι εκεί με δυο καφεδάκια και κρουασάν."

Ναι! Έκανα το πιο τρελό πράγμα τουλάχιστον για μένα, προσπαθούσα να βρω δικαιολογίες, ότι έκανε ένα τόσο μεγάλο ταξίδι για μένα και εδώ που τα λέμε δεν ήταν και λίγο!

Όμως και πάλι δεν ήξερα γιατί τα έκανα όλα αυτά, δεν ήμουν εγώ, σίγουρα,τι είχα πάθει;

Όταν χτύπησε το κουδούνι, άνοιξα διστακτικά, έτοιμη να ξανακλείσω την πόρτα, αλλά τον είδα.

Και τώρα αν με ρωτήσετε αν υπάρχει κεραυνοβόλος έρωτας θα σας πω ναι. Υπάρχει και τον γνώρισα!

Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε σαν γνωριζόμασταν χρόνια, σαν να ήμασταν από πάντα μαζί.

Δεν υπήρχε πάθος, υπήρχε πόθος και πάθος μαζί σε μια εκρηκτική μίξη που πρώτη φορά ένοιωθα, υπήρχε "ζέστη" στις αγκαλιές, στάλες μιας αγάπης που έρχεται στα βλέμματα.

Είχαμε δυο μόνο μέρες, μετά έπρεπε να γυρίσει ο καθένας στη ζωή του.

Αυτές οι μέρες ήταν γεμάτες από όσα μπορούσα να ζητήσω, αλλά και τόσο λίγες. Τόσο μικροσκοπικές σε σχέση με όσα συναισθήματα είχαν ξυπνήσει.

Δεν ήθελα να υπάρχει η τελευταία μέρα, δεν δεχόμουν τη τελευταία στιγμή του έρωτα.

Μα έφτασε.

Ετοίμαζε το μικρο βαλιτσάκι του κι εγώ κοιτούσα παγωμένα. Αμίλητοι και οι δυο, φοβόμασταν ακόμα και να κοιταχτούμε. Σε μια ώρα έπρεπε να φύγει. Αγκαλιαστήκαμε απαλά κι υστέρα πιο δυνατά και ακόμα πιο σφιχτά. Και ξαφνικά αρχίσαμε να κλαίμε και οι δυο, ο ένας άκουγε τα αναφιλητά του άλλου και η αγκαλιά έμενε σφιχτή.

"Πού έχεις μια βαλίτσα;", μου είπε με κατακόκκινα μάτια, αλλά με φωνή γεμάτη σιγουριά.

"Τι να την κάνω;", ρώτησα ανάμεσα σε λυγμούς.

"Φεύγουμε, θα έρθεις μαζί μου! Εμείς οι δυο δεν θα είμαστε ποτέ ξανά μακριά" και ήδη τα είχα αφήσει όλα πίσω!

Στο καράβι που θα μας κατέβαζε στην Κρήτη, αγκαλιασμένοι στο κατάστρωμα, έβλεπα ό,τι άφηνα πίσω μου και ενώ περίμενα το αντίθετο, δεν ένοιωθα καμία λύπη.

Το ξημέρωμα με βρήκε να αγναντεύω το λιμάνι. Ένοιωθα την ευχάριστη δροσιά πάνω μου, κοιτούσα το άγνωστο με ανυπομονησία. Ήρθε από πίσω μου και με αγκάλιασε, τον κοίταξα και του είπα: "Καλοκαίρι μου! Αυτό είσαι αγάπη μου, το καλοκαίρι μου!"

Κουλουριάστικα στην αγκαλιά του και για λίγα λεπτά όλες οι στιγμές από το πριν μέχρι το τώρα πέρασαν από το μυαλό μου!

Και χαμογέλασα, γιατί να, πάνω σ’ αυτο το κατάστρωμα, με την Κρήτη πανέμορφη να μας περιμένει, εγώ κρατούσα το καλοκαιράκι που νόμιζα πως δεν θα συναντούσα! Είχα αυτό που ζητούσα πάντα, μια ζωή να ΄ναι μόνο καλοκαίρι, μ’ αυτόν μεσημεριάτικο ήλιο κάθε φορά που μου χαμογελάει. Από την Κρήτη είναι ο έρωτας! Εδώ να δεις γεννήθηκε και έστειλε ένα του παιδί να με πάρει! Τώρα το ξέρω, το φωνάζει το σώμα μου, η ψυχή μου, το αεράκι που με ακουμπά με το ίδιο γλυκό άγγιγμα. Θεέ μου, σαν το δικό του! Κρητικός είναι ο έρωτας τελικά!

Τα φιλια μου απο Ρεθυμνο!"



 γράφει η Νατάσα Πέτρου

Δημοσιεύτηκε στο  site tovivlio.net

 Στις 14.07.2016